Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

Παραδοσιακά κάλαντα Νάξου

Είναι Σάββατο πρωί, στο σταθμό του τραίνου στον Πειραιά. Κατέβηκα για να βγάλω το εισιτήριο μου… 7:30 π.μ. Πειραιάς – Νάξος… γράφει το μαγικό χαρτάκι. Η διάθεση παρά τις γκρίζες μέρες που βιώνουμε, είναι παραδόξως καλή!…  Κάνει κρύο αρκετό. Κόσμος πάει έρχεται βιαστικά, βαλίτσες παντού, ψώνια παντού και ξαφνικά ακούω ένα παιδάκι να ρωτάει τη μαμά του:
«-μαμά θυμάσαι τα κάλαντα που έλεγε ο παππούς όταν ήταν μικρός στο χωριό;
-Όχι», απαντάει μονολεκτικά η μαμά… και χάνονται στο πλήθος.
Γυρνώντας στο σπίτι, σκέφτηκα ότι αυτά τα Χριστούγεννα, μέσα από αυτές τις αράδες θέλω να γράψω τα κάλαντα του τόπου μου. Αυτά που κάποτε αντηχούσαν στα χωριά της Νάξου, παρέα με τσαμπούνες, ντουμπάκια, και λαούτα…

Αυτό το μικρό ζωηρό πλασματάκι στο τραίνο, με γέμισε με την επιθυμία να μάθω πια είναι τα Παραδοσιακά κάλαντα της Νάξου και να τα μοιραστώ μαζί σας. Δίχως άλλη σκέψη, πήγα στον παππού και αφέθηκα στη γέρικη πια φωνή του να μου σιγοτραγουδά:
Αρχιμενιά, κι αρχιχρονιά κι αρχή καλός σας χρόνος,
Αη Βασίλης έρχεται κι α’ πόθε κατεβαίνει,
από τση μάνας τ’ έρχεται και στο σχολειό του πάει,
Τρεις Ιεράρχαι τ’ απαντούν μέσα στο σταυροδρόμι.
-Βασίλη α’ πόθεν έρχεσαι κι α’ πόθε κατεβαίνεις;
-Από τση μάνας μ’ έρχομαι και στο σχολειό μου πάω.
-Κάτσε να φας, κάτσε να πιης, κάτσε να τραγουδήσης.
-Μα ‘γώ γράμματα μάθαινα, τραγούδια δεν ηξεύρω.
-Σαν και ξέρεις γράμματα, πες μας την άλφα – βήτα.
Και το ραβδάκι ακουμπά, να πη την άλφα – βήτα
και το ραβδί ξερό ‘τανε, χλωρά βλαστάρια πέτα
κι απάνω στσι χλωρούς βλαστρούς περδίκια φωλεμένα,
όχι περδίκια μοναχά, μόνον και χελιδόνια
και κάτω στα ριζάρια του πηγάδια και λιβάδια,
που κατεβαίνουν τα πουλιά και πίνουν κι ανεβαίνουν
και βρέχουν τις φτερούγες των και περιχούν τον κόσμο
κι αλούζουν τον αφέντη μας, τον πολυχρονεμένο.
Τ’ αφέντη
Μα σένα, ‘φέντη, πρέπει σου δαμασκηνό τραπέζι,
όνταν αθή η δαμασκηνιά ν’ αθή και το τραπέζι.
Μα πάλι ξαναπρέπει σου, να τρως κουλούρι’ αφράτα
και τον αθό της λεμονιάς να γεύεσαι σαλάτα.
Μα πάλι ξαναπρέπει σου, το σίδερο κοντάρι,
πόχεις τα μπράτσα δυνατά κι είσαι και παλληκάρι.
Μα πάλι ξαναπρέπει σου καριόλα να κοιμάσαι,
βελούδο να σκεπάζεσαι, να μην κρυολογάσαι.
Της κεράς
Έπόπαμε τ’ αφέντη μας, να πούμε της κεράς μας.
-Κερά μαρμαροτράχηλη, και γασταρολαιμούσα,
κερά, στη μέση τον σπιτιού, χρυσή λαμπάδα στέκει,
φέγγουν οι ναύτες και δειπνούν και τα καράβια ‘ράζουν,
φέγγουν και τα ναυτόπουλα και πάνε και υπνούνε.
Της Κόρης
Επόπαμε και τση κεράς ας πούμε και τση κόρης.
Κερά, τη θυγατέρα σου, κερά την ακριβή σου,
οχτώ μικροί την αγαπούν και δεκαχτώ μεγάλοι
κι ο πρώτος που την αγαπά, του πρέπει να την πάρη.
Απ’ το χεράκι την αρπά και σκάλες κατεβαίνει,
κάθε σκαλί τονε ρωτά, κάθε σκαλί τση λέγει,
-Κόρη να γίνης φρόνιμη, να γίνης διωματούσα.
-Σαν θες να γίνω φρόνιμη, να γίνω διωματούσα,
άμε κι αγόρασε σπαθί και σκιάδι τσιμουχένιο,
να μπης να βγης στον πόλεμο, να φαίνεσ’ ανδρειωμένος,
τότες θά γίνω φρόνιμη θά γίνω διωματούσα.
Του γιου
Επόπαμε τση κόρης μας, να πούμε και του γιου μας.
Εδώ ‘ναι ο γιος κι ο καλογιός κι ο καλαναθρεμμένος,
είναι στον κιούρη τ’ ακριβός στη μάνα χαϊδεμένος.
Και εις έτη πολλά.

Άρθρο από:
Κατερίνα Μπαλαγούρα
Πηγή: Περιοδικό my naxos

Δεν υπάρχουν σχόλια: