Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Νάξος...Ιστορία και πολιτισμός...μέρος 2ον

ΞΕΝΟΙ ΠΕΡΙΗΓΗΤΕΣ ΣΤΗ ΝΑΞΟ

Η Νάξος κίνησε το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων περιηγητών από τις αρχές του 15ου αιώνα. Ο Φλωρεντινός κληρικός Christoforo Buendelmonti κατέγραψε το 1422 τις εντυπώσεις του από τη Νάξο. «Εδώ βγαίνει το σμυρίγλι. Το νησί είναι αφιερωμένο στο Βάκχο. Το άγαλμα βρίσκεται κοντά στην πόλη. Κάθεται πάνω σε δυο τίγρεις κι είναι παιδί με γυναικείο πρόσωπο, γυμνό στήθος με κέρατα στην κεφαλή και στεφάνι από κληματαριά...»
Ο επίσκοπος Sebastiani ως εντολοδόχος του πάπα περιόδευσε στα 1666 στην περιοχή και αναφέρει: «Νάξος: 20 χωριά... πληθυσμός 6000 Έλληνες. Τριακόσιες εκκλησίες, 50 παπάδες, 10 μοναστήρια, 100 καλόγεροι...»
Ο Γάλλος περιηγητής Jean de Thenevot, to 1656 στο ημερολόγιό του γράφει: «Ζουν και σήμερα πολλές οικογένειες ευγενών απογόνων των δουκών (Σομμαρίπες και Σανούδοι)». Κατόπιν περιγράφει το νησί και τις δραστηριότητες των κατοίκων, τα μοναστήρια, τα δόγματα κ.λ.π. Γράφει επίσης: «Μεγάλα μίση σπαράζουν τους Ναξιώτες... Οι γυναίκες είναι χειρότερες. Ανακατεύονται στις υποθέσεις των διπλανών τους. Φορούν δέκα φουστάνια... έτσι που με δυσκολία μπορούν να βαδίσουν. Φορούν και πολύ στενά παπούτσια. Είναι τίμιες...»
Ο Γερμανός ευγενής Johann Riedesel (1768) μεταξύ των άλλων λέει: «Οι κάτοικοι του νησιού είναι πανέξυπνοι. Η Νάξος είναι τόπος των αυτοσχεδιασμών. Οι βοσκοί της είναι φοβεροί «σφενδονήτες». Τη φορεσιά των γυναικών τη βρίσκει γελοία. «Μοιάζουν σαν καλοχτενισμένες χήνες», δηλώνει κατηγορηματικά.
Ο Γάλλος ευγενής Johann von Barrés (1673) είναι πιο αβρός. Βρήκε τη φορεσιά των γυναικών «πολύ διασκεδαστική». Κατόπιν την περιγράφει με λεπτομέρειες δημοσιογράφου μόδας. Για τους Ναξιώτες γράφει: «Είναι πολύ ζηλότυποι, υπεροπτικοί, φιλόδοξοι, και είρωνες». Ένας μάλιστα ήθελε να τον πάει στον Καδή, επειδή κουβέντιασε πολλή ώρα με τη γυναίκα του.
Ο Γάλλος περιηγητής και διπλωμάτης Choiseul-Gouffier (1776), γράφει: «Οι Ναξιώτισσες πιο σοβαρές από τις Σμυρνιές, κρύβουν το στήθος τους μ’ ένα βελούδινο πλάστρον στολισμένο με μαργαριτάρια. Βάζουν κοκκινάδι, μαυρίζουν τα βλέφαρα και τις βλεφαρίδες και στολίζουν το πρόσωπο με μους (κομματάκια από μαύρο μεταξωτό κολλημένα μεταξύ τους). Το μους αλλάζει ανάλογα με το προσωπικό γούστο.
Ο Άγγλος περιηγητής Edward Daniel Clark (1803) σημειώνει: «Οι Ναξιώτισσες με ρωτούσαν επίμονα πώς ντύνονται οι Αγγλίδες της ‘ανώτερης τάξης’».
Ο επίσης Άγγλος λοχαγός William Martin Leake (1894-1810) αναφέρεται στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη του νησιού καθώς και σε δημογραφικά στοιχεία: «Έχει 42 χωριά και 16.000 κατοίκους, 350 από αυτούς είναι Καθολικοί και κατοικούν στο Κάστρο. Έχουν ένα μοναστήρι Λαζαριστών, ένα Καπουτσίνων και αρχιεπίσκοπο που είναι η κεφαλή των Λατινορθόδοξων του Αιγαίου.
Ο Γάλλος γεωλόγος V. Fontanier (1897) επισημαίνει τις συνέπειες της μακραίωνης φεουδαρχίας των Φράγκων, στα άτομα και την κοινωνία. Θεωρεί τους Λατίνους αριστοκράτες ξεπεσμένους, συμβιβασμένους με τους Οθωμανούς, ματαιόδοξους, επιδειξιομανείς, ενώ ζούσαν στην αθλιότητα. Η τάξη των ευγενών στάθηκε μακριά από τους συνεταιρισμούς και την πρόοδο, προσκολλημένη πεισματικά στις φεουδαρχικές παραδόσεις και με εχθρική στάση απέναντι στην ελληνική επανάσταση. Περιφρονεί τους Έλληνες και πιστεύει ότι είναι άλλη φυλή. Τα κτήματα των ευγενών καλλιεργούσαν οι Έλληνες. Με τη δραστηριότητα, την εργατικότητα και τη δίψα τους για κέρδος, οι Έλληνες αγόραζαν τα κτήματα των πρώην κυρίων τους, οι οποίοι ζούσαν από ελεημοσύνες. Και συνεχίζει περιγράφοντας με τα μελανότερα χρώματα τους ξεπεσμένους Ναξιώτες ευγενείς.
Ο επίσης Γάλλος περιηγητής Charles de Saint Maure (1721-1723) διαπιστώνει ότι οι Έλληνες και Λατίνοι συναγωνίζονται στην επίδειξη προγονικών περγαμηνών. Ένας Σομμαρίπας του συστήθηκε ως απόγονος των δουκών ηγεμόνων του νησιού αλλά «δεν υπάρχει και Έλληνας που να μην ισχυρίζεται ότι η σκούφια του κρατάει από το Θησέα ή κάποιον άλλο».
Οι Άγγλοι περιηγητές Charles Thomson (1730) και John Fuller (1820) μιλούν ο πρώτος για εκστρατεία προσηλυτισμού στο Λατινικό δόγμα καθώς και για ανταγωνισμούςμίση ντόπιων και ξένων αριστοκρατών και ο δεύτερος για υπεροψία των ξεπεσμένων λατίνων αριστοκρατών και περιφρόνηση προς τους Έλληνες πληβείους.
Ο J. P. Tournefort δίνει την ίδια περίπου εικόνα μερικούς αιώνες νωρίτερα. «Το μίσος της λατινικής και της ελληνικής αριστοκρατίας είναι αβυσσαλέο. Οι Λατίνοι προτιμούν να παντρεύονται τις πρωτοξαδέρφες τους. Έλληνες και Λατίνοι τρέμουν σαν σκλάβοι μπροστά στον έσχατο Τούρκο αξιωματικό. Μόλις όμως σαλπάρει ο στόλος, η ναξιώτικη αριστοκρατία αρματώνεται και πάλι με την υπεροψία της... Οι μεν είναι απόγονοι των Παλαιολόγων... οι άλλοι των Γιουστινιάνι... Σομμαρίπα...»
Ο Κυριάκος Σιμόπουλος στο έργο του “ Ξένοι περιηγητές στην Ελλάδα” παραθέτει επίσης τα λόγια μιας πλούσιας Ναξιώτισσας του 1821, προς τον αγωνιστή Ν. Κασομούλη: «Να σε πω και κάτι άλλο περί αρχόντων· είναι οι περισσότεροι ξόανα, αμαθείς και βάρβαροι. Ενώ δεν έχουν προσφάγι, τι κάμνουν; Εβγαίνει ο ένας εις το παραπέτο του σπιτιού σκαλίζοντας τα οδόντια, ο άλλος ομοίως, και ερωτούν τι είχαν ως γεύμα. Αποκρίνεται ο άλλος: όρνιθες, περιστέρια, γλυκά. Και όλα αυτά για να τους ακούν οι διαβάτες. Κύριος οίδεν εκείνη την ημέρα, ή ολωσδιόλου νηστικοί, ή έφαγαν φασούλια.



ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ

«Αν δεν έχεις κολλήσει τ’ αυτί σου σε μια γυμνή πέτρα κάποιου παλιού τοίχου, αν δεν έχεις ακουμπήσει την παλάμη σου σ’ ένα αρχαίο μάρμαρο χτισμένο στην πόρτα μιας εκκλησιάς, αν δεν έχεις σύρει τα δάχτυλά σου στα αυλακωτά γράμματα μιας πέτρινης επιγραφής σ’ ένα υπέρθυρο σπιτιού, τότε δεν έχεις νιώσει τίποτα από αυτά που μπορεί να σου πει μια καστροπολιτεία. Εκεί, οι πέτρες που ανάμεσά τους φυτρώνει η κάππαρη και τις σκεπάζει το αγιόκλημα, το λιβανισμένο μάρμαρο από αρχαίο και χριστιανικό θυμίαμα, τα δυσκολοδιάβαστα γράμματα του υπέρθυρου έχουν να σου πουν χίλιες δυο ιστορίες. Θα ακούσεις γλώσσες αλλοτινές, γέλια, τραγούδια, ξομολογήσεις, σιγανοψυθιρίσματα κοριτσιών, κουβέντες νιτερέσων, κλάματα, βρισιές, ουρλιαχτά και κραυγές, ποδοβολητά αρματωμένων αλόγων. Θα νιώσεις το μυστήριο του χρόνου, αυτού που πέρασε και αυτού που θα 'ρθει, την ελπίδα για το καθημερινό βιός, τις έγνοιες και τους πόθους των ανθρώπων που έφυγαν πριν χρόνους πολλούς και που πάνω στα αόρατα χνάρια τους περπατάς.
Όλα αυτά μπορείς να τα ζήσεις σε όλες τους τις διαστάσεις και εντάσεις περιδιαβαίνοντας στα στενά του κάστρου της Νάξου, μέσα από τος καμάρες και τα βόλια των παλιών αρχοντικών. Κάπου εκεί παραμονεύει ο Διόνυσος μεθυσμένος από το κρασί του νησιού, προσπαθώντας να πλανέψει την Αριάδνη που γύριζε με τον Θησέα στην Αθήνα από την Κρήτη.
Από κάποιο ξώπορτο προβάλλει κάποιος ξενοντυμένος άρχοντας, με ρούχα φράγκικα από τη Βενετιά. Σ’ ένα παραθύρι μια κόρη κρυφοκοιτάζοντας απέναντι στο πλάτωμα μπροστά στην Κιουτά Καπέλλα χτενίζει τα μαλλιά της και σιγοτραγουδάει. Είχε πριν λίγο περάσει ένας Γάλλος, ο Γλάουντος, όμορφος νέος με τα στολίδια του και τα σπαθιά του, μισο-έμπορος και μισο-πειρατής, που είχε καταγοητεύσει όλες τις κοπελιές του μπούργκου. Πάρα μέσα, στο άλλο δωμάτιο, η αρχόντισσα η μάνα της, η κυρά Τζουάνα Μινώτου γυναίκα του Αρτέζου Τζανέτου παζάρευε με τον άρχοντα Νικολό Σιγάλα πώς θα του ξεπλήρωνε το χρέος της από τα δανεικά που του 'χε πάρει δίνοντάς του ένα αμπέλι που 'χε στα Καλαμούρια, έξω από το κάστρο.
Τρεις τέσσερις καλόγριες φράγκες ασπροντυμένες βιάζονταν να πάνε να πουν το Άβε Μαρία στην εκκλησιά τους, ενώ πάνω από το βουνό έφτανε ο ήχος της καμπάνας από το μοναστηράκι του Αγιάννη του Χρυσοστόμου για τον εσπερινό. Κάτω στο λιμάνι, απέναντι από την Πορτάρα, βάρκες, φελούκες, τρεχαντήρια πηγαινοέρχονταν, και μια φρεγάτα βενετσιάνικη είχε μόλις φτάσει φέρνοντας πραμάτειες και ταξιδιώτες.
Εδώ, αυτό το νησί, η Ναξία ή Αξιά, ήταν το κέντρο όλου του Αρχιπελάγου. Γύρω-γύρω όλα τα άλλα, μικρότερα, σαν μικροί δορυφόροι. Εδώ ήταν το πιο πλούσιο αρχοντολόι. Εδώ έφταναν τα εμπορεύματα, εδώ είχαν την έδρα τους οι ξένοι πρόξενοι, από τη Φραγκιά, τη Βενετιά, τη Νάπολη, την Αυστρία ως και τη μακρινή Δανιμαρκία. Εδώ έφταναν και οι φοροεισπράχτορες του σουλτάνου από την Πύλη και οι πατριαρχικοί έξαρχοι από το Πατριαρχείο της Βασιλεύουσας αλλά κι από τα Ιεροσόλυμα. Παπάδες και καλόγεροι για τα μοναστήρια, δάσκαλοι για τα σχολειά, ζωγράφοι για τις εκκλησιές, μαστόροι της πέτρας και του ξύλου, μουσικοί και τραγουδιστάδες...»
Α. Τσελίκας

Ο σημαντικότερος οικισμός της Νάξου είναι η Χώρα. Το Κάστρο, το μεσαιωνικό οχυρό στο κέντρο της Χώρας κι ένα από τα λίγα εξ ολοκλήρου σωζόμενα στην Ελλάδα οικιστικά σύνολα με δομή μεσαιωνικής πόλης, υπήρξε ο πρωτογενής πυρήνας γύρω από τον οποίο διαρθρώθηκε η πόλη (1207) που ο Μάρκος Σανούδος έκανε πρωτεύουσα του Δουκάτου του Αιγαίου. Το τείχος αποτελούν τα σπίτια της περιμετρικής ζώνης με τα νώτα τους στραμμένα εξωτερικά. Είχε τρεις πύλες με σωζόμενες δύο: την πύλη στην πλατεία Πρατούντα και την βορειοδυτική δίπλα στον Πύργο (κυκλικός) Κρίσπι-Γλέζου. Στην κεντρική πλατεία του Κάστρου δεσπόζουν η μητρόπολη των καθολικών και ο κεντρικός πύργος (του Μάρκου Σανούδου), αμυντικό καταφύγιο σε περίπτωση εισβολής. Στο Κάστρο βρίσκεται επίσης το μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου της Πάδοβας (Μονή των Καπουτσίνων) και το μοναστήρι των Ουρσουλινών καλογραιών (εκπαίδευση καθολικών κοριτσιών). Επιβλητικό επίσης στέκεται στην νοτιοανατολική πλευρά του Κάστρου το κτήριο της μονής και της σχολής Ιησουϊτών (η μετέπειτα Εμπορική Σχολή), όπου στεγάζεται το αρχαιολογικό μουσείο και το Ιστορικό Αρχείο Νάξου. Να σημειώσουμε ότι οι καθολικοί μοναχοί που έδρασαν στη Νάξο κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, είχαν να επιδείξουν ένα αξιόλογο εκπαιδευτικό έργο, σε μια εποχή που επικρατούσε πνευματικό σκοτάδι. Στα σχολεία που δημιούργησαν, διδάσκονταν μαθήματα όπως ανάγνωση, γραφή και αριθμητική και για τους πιο προχωρημένους ρητορική, φιλοσοφία και θεολογία ενώ διδασκόμενες γλώσσες ήταν τα Γαλλικά, τα Ιταλικά, τα Λατινικά και τα Ελληνικά.
Έξω από το Κάστρο κατοικούσαν οι ντόπιοι ελληνορθόδοξοι υποτελείς. Εδώ τα σπίτια διατάσσονται κυκλικά με νοητό κέντρο το Κάστρο. Καθώς προσθέτονταν νέα, κολλούσαν το ένα στ’ άλλο σχηματίζοντας και πάλι ένα τείχος που έκλεινε επίσης με πύλες και χρησίμευε ως πρώτη γραμμή άμυνας. Σήμερα σώζονται η πόλη του Μπούργου και αυτή της Αγοράς.

Τα σπίτια της Νάξου

Διακρίνονται τρεις κατηγορίες κατοικιών: τα λαϊκά στη Χώρα και στα χωριά, τα αρχοντικά στη Χώρα και οι πύργοι, μεμονωμένα συγκροτήματα στην ύπαιθρο. Το λαϊκό σπίτι συχνά είναι ένας ορθογώνιος στεγασμένος χώρος. Όταν αναπτύσσεται σε ύψος (με όροφο) δημιουργείται το ανωκάτωγο. Κολλητά το ένα στο άλλο, τα σπίτια αυτά έχουν μικρές αυλές και συχνά το ένα επεκτείνεται πάνω από το διπλανό του ή πάνω από το δρόμο (στεγαστό) ή ακόμη χρησιμοποιείται το δώμα του διπλανού του σπιτιού για αυλή. Στο κατώι (ισόγειο) υπάρχουν η κουζίνα, το κελάρι, το αποχωρητήριο. Στο ανώι κυριαρχεί η σάλα και δίπλα της διατάσσονται οι κάμαρες (μικρότατες). Οι όροφοι επικοινωνούν με ξύλινη σκάλα με καταπακτή (την γκλαβανή).
Τα αρχοντικά, οι παλιότερες αστικές κατοικίες όλων των Κυκλάδων έχουν ως κεντρικό χώρο τη σάλα και γύρω της διατάσσονται τα υπνοδωμάτια (κάμαρες) που εδώ είναι μεγάλα και ψηλοτάβανα.

Οι πύργοι

Οι περισσότεροι από τους σωζόμενους πύργους της υπαίθρου χτίστηκαν μετά το 1600 από Βενετούς γαιοκτήμονες για την προστασία τους από τους πειρατές αλλά και για την επιβολή της κυριαρχίας τους στους χωρικούς. Σήμερα σώζονται περίπου τριάντα πύργοι. Βασική τους διαφορά από τα άλλα σπίτια είναι ο αριθμός των ορόφων. Έτσι αλλάζει και η εξωτερική εμφάνιση του κτίσματος, η οποία γίνεται εντονότερη από την απουσία του ασβέστη, που θα έδινε μια χάρη και ελαφρότητα στο κτίσμα. Όλοι οι πύργοι είναι στο χρώμα της πέτρας και του χώματος, τόσο που από μακριά δεν ξεχωρίζουν από το περιβάλλον τους. Οι πύργοι έχουν επάλξεις, πολεμίστρες και εξέδρα-γέφυρα κρεμασμένη με αλυσίδες για να ανεβοκατεβαίνει και κλείνοντας να κάνει αδύνατη την πρόσβαση στον πύργο. Τα μόνα διακοσμητικά στοιχεία στην πρόσοψή τους είναι μαρμάρινα υπέρθυρα και ανάγλυφες παραστάσεις. Μερικοί από τους πύργους είναι: Αγγελακόπουλου (Μονή Υψηλοτέρας) Αγιάς (Μονή Αγιάς), Ζευγώλη, Μαρκόπολι, Μαρκοπολίτη, Παπαδάκη, Μπαζαίου, Μπαρδάκη, Μπαρότσι, Μπελόνια, Οσκέλου, Παλαιολόγου, Πλάκας, Πρατούντα, Φασολιάς, Φραγκόπουλου-Δελαρρόκα, Χειμάρρου και άλλοι.


ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΝΑΟΙ ΚΑΙ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

«Απ’ άκρη σ’ άκρη το νησί είναι μεστό από συναρπαστικές φυσικές ομορφιές, μνημεία και μαρτυρίες της ιστορίας του κι έναν μυστικό ψυχισμό...»
Ιάκωβος Καμπανέλλης

Η Βυζαντινή πινακοθήκη του Αιγαίου

Η Βυζαντινή αγιογραφία δοξάζεται και αποτυπώνεται σ’ όλο της το διαχρονικό μεγαλείο μέσα από τους ναούς της Νάξου και ιδιαίτερα τους ναούς του βυζαντινού πάρκου της Τραγαίας ή Δρυμαλίας («Δρυμός Ελαιών») στην κεντρική Νάξο. Από τις βυζαντινές αγιογραφήσεις τους καταγράφεται η εξέλιξη της βυζαντινής αγιογραφίας από τα πρώτα της στάδια έως την εικονογραφία των κινητών εικόνων, κυρίως προς το τέλος της φραγκοκρατίας. Μπορεί να έχουμε σημαντικότατες τοιχογραφίες σε πάρα πολλά μέρη της Ελλάδας, εδώ όμως με συνεχή αποτύπωση της βυζαντινής τέχνης σε όλους τους αιώνες και το πιο σημαντικό, αποτυπώσεις επάλληλες επί αιώνες στον ίδιο ναό.
Η περιοχή της Τραγαίας στη Νάξο κατοικείται πάνω από 6000 χρόνια, σύμφωνα με τα ευρήματα. Περνώντας από την αρχαιότητα στο Βυζάντιο και τη Φραγκοκρατία, κρατώντας τη θέση του οικονομικού και διοικητικού κέντρου του νησιού, ήταν η καρδιά του τόπου, το πιο πυκνοκατοικημένο του κομμάτι.
Η ζωντάνια της περιοχής από παλαιά, είναι αποτυπωμένη στην πληθώρα των σημαντικών αρχιτεκτονημάτων και εκκλησιών. 140 σημαντικότατες βυζαντινές εκκλησίες υπάρχουν στη Νάξο από τις οποίες οι 80 βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή της Δρυμαλίας. Εκκλησίες με πολλαπλούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς, που αποτελούν έναν αρχιτεκτονικό λυρισμό, μια αληθινά απολιθωμένη βυζαντινή μουσική. Εκκλησίες ανεικονικές (της εικονομαχικής περιόδου) κι εκκλησίες δίκλιτες, με το ένα κλίτος καθολικό και τ’ άλλο ορθόδοξο, όταν σε παλαιότερες εποχές επεδίωκαν την ενότητα των δύο εκκλησιών.
Η περιοχή της Τραγαίας είναι ένας βυζαντινός «μικρός Μυστράς», η σπουδαιότητα του οποίου έχει καταγραφεί επανειλημμένα από τους μελετητές.
Η Νάξος ήταν κέντρο μεταφορών του Αιγαίου και κατείχε κεντρική διοικητική θέση στο Αιγαίο. Η αρχαία πόλη της Νάξου, η Καλλίπολη, είχε υποφέρει τα πάνδεινα από τους πειρατές και είχε εγκαταλειφθεί πολλές φορές.
Τις αραβικές επιδρομές κατά τις περιόδους 653-652 και 824-961 μ.Χ. διαδέχτηκαν οι πειρατικές επιδρομές από πληθώρα φυλών (Γενουάτες, Τούρκοι, Γάλλοι, Αραγωνίτες, Αλγερινοί, Μαλτέζοι). Όλα αυτά έκαναν τους κατοίκους να αποτραβηχτούν στο εσωτερικό του νησιού, όπου τα παρατηρητήρια των Κάστρων προσέφεραν μια σχετική αίσθηση ασφάλειας. Το οροπέδιο της Δρυμαλίας έγινε μια ζωντανή παραγωγική περιοχή και για αιώνες υπήρξε το διοικητικό και οικονομικό κέντρο του νησιού, τουλάχιστον έως την μεταφορά των Δουκών στη Χώρα.
Μια αναλογικά ήρεμη περίοδος στους μέσους βυζαντινούς χρόνους (843-1204 μ.Χ.) δίνει την ευκαιρία στους κατοίκους να οικοδομήσουν ένα μεγάλο αριθμό ναών διασκορπισμένων σε όλη την ευρύτερη περιοχή.
Ο αριθμός αυτός των σημαντικών ναών αλλά και των κατοικιών-πύργων, που διασώζονται στη Δρυμαλία πρέπει να συμπληρωθεί νοερά από μεγάλους οικισμούς που έχουν πια χαθεί, την ύπαρξη των οποίων πιστοποιούν τα γραπτά κείμενα της εποχής και τα ευρήματα.
Διάσπαρτα και μοναχικά, χωρίς τα πολυπληθή χωριά και οικισμούς που τα περιτριγύριζαν, τα εκπληκτικά αυτά βυζαντινά μνημεία, βρίσκονται πολλές φορές δυσθεώρητα, ενιαία με τον πετρότοπο ή τους ελαιώνες που τα περιβάλλουν.
Οι μικροί αυτοί ναοί, με την κλιμάκωση των όγκων στο εξωτερικό και του φωτός στο εσωτερικό, υποβάλλουν την έννοια του απείρου. Συμπυκνωμένοι σε ένα κυβιστικό σχήμα μέσα στο τοπίο, δημιουργούν μια κεντρομόλο δύναμη στο χώρο με απροσμέτρητη αισθητική αξία. Το όμορφο συμπαγές σχήμα τους ενσωματώνεται τέλεια και αλληλοσυμπληρώνεται με την ήρεμη εξοχή που κυματίζει γύρω τους.
Πέρα όμως από υψηλά αισθητικά επιτεύγματα, οι ναοί της Παναγίας Δροσιανής ή του Αγίου Γεωργίου του Διασορίτη και τα υπόλοιπα στην Τραγαία, είναι και σπάνια αρχιτεκτονικά και βυζαντινά μνημεία.
Η Παναγία η Δροσιανή βρίσκεται ανάμεσα από τα χωριά Μονή και Χαλκί, πολύ κοντά στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Ο κύριος ναός, ένα μακρόστενο ορθογώνιο 19 μέτρων επί 8, είναι παλαιοχριστιανικός του 5ου-6ου αιώνα, ενώ τα πλευρικά μονόχωρα παρεκκλήσια, που προσκολλήθηκαν πάνω του, είναι βυζαντινά. Τα παρεκκλήσια αναπτύσσονται υπό γωνία με στρογγυλεμένες κυματιστές μορφές, ελεύθερα στο χώρο.
Η εμφανής λίθινη δομή στα παρεκκλήσια δείχνει σκουρόχρωμη, αλλά από κοντά χίλια λαμπερά χρώματα φαίνονται μέσα στο κονίαμα και ενοποιούνται σε ένα σύνολο. Είναι οι ίδιες πέτρες, κίτρινες, πορτοκαλί και κόκκινες, που βρίσκονται στις παραλίες και στις κοίτες των ποταμών, που κοσμούν αυτό το γλυπτικό αποτέλεσμα. Η Παναγία η Δροσιανή, σαν βουνό ή λόφος, μονολιθική και σχεδόν αιώνια, ανοίγεται στο χώρο με την οργανικότητα ενός κτίσματος φυσικού, που ξεπήδησε από την περιοχή ως προέκταση του βράχου πάνω στον οποίο θεμελιώθηκε. Οι τοιχογραφίες του ναού είναι από τις σημαντικότερες των Βαλκανίων. Στον τρούλο υπάρχουν δύο εικονογραφικές απεικονίσεις του Χριστού εξαιρετικής σπανιότητας και αξίας, της προεικονοκλαστικής περιόδου. Στις δύο κόγχες, ανατολική και βόρεια, ο Ιησούς Χριστός εικονίζεται νέος και ώριμος σε ηλικία, με γενειάδα ως Παντοκράτορας. Η δύο φύσεις, νέου και πρεσβυτέρου με την αιώνια νεότητα του ένσαρκου λόγου, υπάρχουν και στη Μονή Σινά. Τόσο τη διπλή αυτή απεικόνιση του Χριστού, όσο και τη Θεοτόκο ως Αγία Μαρία τα συναντάμε στα ταραγμένα χρόνια του μονοφυσιτισμού.
Ο όμορφος και καλοσυντηρημένος ναός του Αγίου Γεωργίου του Διασορίτη βρίσκεται μέσα σε έναν ήσυχο ελαιώνα, ελάχιστα λεπτά από τον οικισμό Χαλκί, με πρόσβαση από ένα εμφανέστατο απλό μονοπάτι. Οι τοιχογραφίες του ανάγονται στον 11ο αιώνα και ο ναός είναι συνολικά εικονογραφημένος με 115 τοιχογραφίες.
Λίγο μακρύτερα στην γύρω περιοχή, περνώντας από εγκαταλειμμένους πέτρινους οικισμούς, ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει την μεγάλη βασιλική του Αγίου Ισίδωρου, ένα επιβλητικό κτίσμα, σφηνωμένο σε μια επικλινή πλαγιά. Οι σχεδόν μοναστηριακές διαστάσεις του είναι μισοκρυμμένες λόγω της θέσης του, είναι φανερό όμως ότι υπήρξε σημαντικός για την περιοχή. Είναι μια παλαιοχριστιανική τρίκλιτη βασιλική του 6ου έως 7ου αιώνα, που ανακατασκευάστηκε αρκετές φορές μεταγενέστερα. Στην πρώτη φάση της κατασκευής του, ενδέχεται να ήταν μια τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική ελληνιστικού τύπου. Γύρω στον 11ο αιώνα ανακατασκευάστηκε ως θολωτός ναός με πεσσούς. Το δάπεδο είναι στρωμένο με μεγάλες μαρμαρόπλακες από τα λατομεία της περιοχής. Το δάπεδο, τα μαρμάρινα λείψανα καθώς και τα διάφορα ευρήματα, όπως ένας μαλτέζικος σταυρός, τα θεμέλια, οι πεσσοί και οι άλλες λεπτομέρειες καταδεικνύουν τη σπουδαιότητά του.
Ένας άλλος πολύ ιδιαίτερος ναός βρίσκεται επίσης στην περιοχή του Χαλκίου. Οι Άγιοι Απόστολοι Μετοχίου είναι ένας σταυροειδής με τρούλο, μοναδικός ναός, καθώς φέρει διώροφο κτίσμα, ένα δεύτερο ναΐδιο, το οποίο ήταν μάλλον αφιερωματικό. Η ιδιότυπη αυτή μικροσκοπική μονόχωρη εκκλησία με τις ελάχιστες διαστάσεις βρίσκεται εξωτερικά του ναού και η ανάβαση σε αυτήν γίνεται με μια λίθινη σκάλα. Το αισθητικό αποτέλεσμα αυτής της κλιμακωτής κατασκευής γίνεται ακόμα ωραιότερο με τις προσεγμένες κεραμικές ενθέσεις και την συνομιλία με τον περιβάλλοντα ελαιώνα.
Ο ναός της Παναγίας της Πρωτόθρονης, στο χωριό Χαλκί της Τραγαίας, ανήκει στο μεταβατικό σταυροειδή εγγεγραμμένο με τρούλο τύπο. Στην κόγχη της ημικυκλικής αψίδας του ιερού σώζεται το σύνθρονο. Το δυτικό τμήμα του ναού περιλαμβάνει το νάρθηκα, ο οποίος πλαισιώνεται προς βορρά από το παρεκκλήσι του Αγίου Ακίνδυνου και προς νότο από ορθογώνιο χώρο που καλύπτεται με καμάρα. Ο ναός διακοσμείται εσωτερικά από πέντε στρώματα ζωγραφικής, τα οποία ανάγονται στην παλαιοχριστιανική, μεσοβυζαντινή και υστεροβυζαντινή περίοδο. Αρχιτεκτονικά κατατάσσεται στις αρχαιότερες εκκλησίες του μεταβατικού τύπου και χρονολογείται στο πρώτο μισό του 9ου αιώνα, ενώ αρχιτεκτονικά μέλη του ναού, που σώζονται και ανάγονται στην παλαιοχριστιανική εποχή, μαρτυρούν ότι ο ναός πρέπει να ήταν αρχικά βασιλική.
Το κατά τόπους ξεκάθαρο και σηματοδοτημένο με πληθώρα ταμπελών δίκτυο μονοπατιών συνδέει πολλές εκκλησίες γύρω από το Χαλκί, αλλά και τις άλλες περιοχές, κάνοντας την επίσκεψή τους μια όμορφη βόλτα. Το έργο αυτό δεν έχει τελειώσει ακόμα, όμως αποτελεί ήδη σημαντική βοήθεια για τους περιπατητές.
Στη Νάξο είναι άξιο προσοχής με πόσα διαφορετικά προσωνύμια συναντάται η Παναγία σε διάφορες εκκλησίες προς τιμήν της. Έτσι έχουμε την Παναγία την Αβδελιώτισσα, Παναγιά Αθαλάσσου, Ακαδημιώτισσα, Απεραθίτισσα, Αργοκοιλιώτισσα, Αριών, Αρκουλιώτισσα, Παναγιά Αρχατού, Αταλειώτισσα, Γιοργιότισσα, Παναγιά Γιαλούς, Δαμνιώτισσα, Δροσιανή, Βλαχερνιώτισσα, Θεοσκέπαστη, Παναγία η Καλορίτισσα, Κερά, Παναγία Καπέλα, Παναγιά στους Κήπους, Κριτόμματη, Λιουριώτισσα, Μοναστηριώτισσα, Μυρτιδιώτισσα, Νιφιότισσα Παναγιά η Ορφανή, Παντάνασσα, Πρωτόθρονη, Ραχιδιώτισσα, Παναγιά στη σπηλιά, Σοτομπριανή (Σεπτεμβριανή), Τριποδιώτισσα, Φιλοτίτισσα, Παναγία Χιόνων, Παναγία Χριστού, Χρυσοκαρδιώτισσα, Χρυσοπολίτισσα.

ΛΑΪΚΟΣ ΕΘΙΜΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η Νάξος, παρά την τουριστική της ανάπτυξη, κρατάει ακόμη παραδόσεις, ήθη και έθιμα. Υπάρχουν βέβαια και κάποια που χάθηκαν. Ένα από αυτά ήταν το έθιμο να περνούν οι μητέρες τα παιδιά τους, ιδίως αυτά με αδύνατη κράση, από τις θυρίδες στους τοίχους των εκκλησιών και μάλιστα μιας εκκλησίας, του Αγίου Παχουμίου. Η συνήθεια αυτή, πράξη “συμπαθητικής” μαγείας, σχετίζεται με την παρετυμολογία προς το επίθετο παχύς – του ονόματος Παχούμιος. Αυτός δηλαδή που παχαίνει τα παιδιά.
Μερικά όμως έθιμα τηρούνται ακόμη. Ένα από αυτά είναι οι κουδουνάτοι (συνέχεια της Διονυσιακής λατρείας). Στα χωριά Απείρανθος, Φιλώτι και αλλού, την περίοδο της αποκριάς, βγαίνουν νέοι μεταμφιεσμένοι έχοντας καλυμμένο το πρόσωπο με κουκούλα, το αμπαδέλι, και φορώντας κάπα. Είναι φορτωμένοι κουδούνια, κραδαίνουν χοντρό ραβδί, πηδούν από δώμα σε δώμα, κυνηγούν και ραβδίζουν τους διαβάτες, κάνοντας δαιμονισμένο θόρυβο με τα κουδούνια τους. Από κοντά και η γριά, μεταμφιεσμένος άνδρας, κρατώντας ρόκα και καλάθι για τα φιλέματα. Άλλος με προβιές παριστάνει την αρκούδα, άλλος τον αρκουδιάρη με το ντέφι για το χορό.
Την Καθαρή Δευτέρα κάνουν την εμφάνισή τους οι κορδελάτοι που κρεμούν κορδέλες στους ώμους και στα φέσια τους και οι “σπαρατατόροι”, ληστές που αρπάζουν τα κορίτσια και τα ρίχνουν στο χορό (Ποταμιά, Καλόξυλος, Κόρωνος).
Επίσης, οι Ναξιώτες κρατούν ακόμη τα χοιροσφάγια και συναγωνίζονται για το ποιος θα θρέψει το μεγαλύτερο χοίρο. Όλο το σόι συμμετέχει στο σφάξιμο και το φαγοπότι. Από το χοιρινό φτιάχνουν και το “ζαμπόνι” και το “γλιντερό”, είδος βουτύρου από λίπος.
Ένα άλλο έθιμο είναι και ο κλήδονας (23 Ιουνίου), οι “φωτιές του Άη Γιάννη”, που γιορτάζεται και αλλού στην Ελλάδα με παρεμφερή τρόπο. Επίσης, τα χατζανέματα, είναι η δουλειά που ακολουθεί τον τρύγο με το τρυγοπάτημα στη λαηνού (πατητήρι) και την απόσταξη στο χαρανί (το καζάνι).
Τέλος, η πλούσια παράδοση των πολύστιχων τραγουδιών παραμερίστηκε από το δίστιχο (κοτσάκι), που σήμερα είναι προσφιλέστατο στη Νάξο. Τα κοτσάκια μοιάζουν με κρητικές μαντινάδες. Είναι ομοιοκατάληκτα, σε ιαμβικούς ή τροχαϊκούς οκτασύλλαβους.

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΝΑΞΟΥ

Από τις σημαντικές προσωπικότητες του νησιού είναι ο Μανώλης Γλέζος (1922), πολιτικός, δημοσιογράφος και συγγραφέας από τον Απείρανθο. Όμως και ο Ιάκωβος Καμπανέλλης είναι Ναξιώτης (1922-2011). Σε ηλικία 20 χρόνων βρέθηκε κρατούμενος στο Ματχάουζεν (από το 1943-1945). Άλλη σημαντική προσωπικότητα από τον Απείρανθο είναι ο Νίκος Σφυρόερας (1913-1989) λογοτέχνης και λαογράφος καθώς και ο διηγηματογράφος Πέτρος Γλέζος και άλλοι.
Σημαντικές προσωπικότητες της Νάξου από το μακρινό παρελθόν είναι ο Φραγκίσκος Κόκκος (λόγιος του 16ου αιώνα), ο Μάρκελλος – Μιχαήλ Κοντοπίδης (λόγιος και ιατρός του 17ου αι.), ο Νικόδημος ο Αγιορείτης (λόγιος μοναχός του 18ου αι. και άγιος) και Ιωάννης Σακελλίων (φιλόλογος και αρχειοδίφης του 18ου αι).

Συντάκτες:
Σοφία Παρασκευαϊδου
Λίντα Βιντζηλαίου
για την εκδρομή του Πεζοπορικού Ομίλου Ηρακλείου στην Νάξο τον Αύγουστο του 2011