Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

Τα Ναξιώτικα κοτσάκια

 ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΗ ΝΑΞΟ
Το παρακάτω κείμενο ως εισαγωγικό μας δίνει την ευκαιρία να καταθέσουμε δυο δημοσιευμένες εργασίες για το ποιητικό είδος που λέγεται και είναι τα κοτσάκια. Η μια (η πρώτη) του γράφοντος, που αποτελεί απόσπασμα από την διδακτορική του διατριβή στον ορίζοντα της Χορολογίας (1998) και η δεύτερη στον ορίζοντα της Γλωσσολογίας του Ομ. Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιάννη Προμπονά.
Σημειώσεις
Το Δημ. Τραγούδι στη Νάξο, συνιστά κεφάλαιο εθνικού πλούτου, από τα πλέον σημαντικά. Σ’ αυτό συνηγορούν η ιστορικότητα του νησιού, η κεντρική γεωγραφική του θέση στο Αιγαίο, στο δρόμο σταθμό ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, η μεταβυζαντινή ιστορία του, αλλά και η ευτυχία της ύπαρξης σ’ αυτήν του χωρίου τ’ Απεράθου, ενός “χωρίου που στιχουργεί”.
Σχετικά με το Δημ. Τραγούδι παρατηρείται μια προϋφιστάμενη φιλολογική – λαογραφική κατάσταση [1] ποσοτικά επαρκέστατη σε καταγραφές και μελέτες., οι οποίες βοηθούν την έρευνα στον ορίζοντα της Γλωσσολογίας αλλά και της Χορολογίας.
Το τραγούδι και η μουσική, ως στέρεα στοιχεία του χορού, αλλά και η κοινωνία των τραγουδιστών, οργανοπαιχτών και των χορευτών ως σχέσεις μεγάλης σημασίας, δεν έχουν ερευνηθεί και μελετηθεί προηγουμένως, ως φαίνεται στην εξαντλητικά συλλεχθείσα βιβλιογραφία.
Από το ξεκίνημα της έρευνας αυτής το 1988 μέχρι και σήμερα, κατεγράφησαν στον Κινίδαρο, εκτός πολλών παλαιών τραγουδιών, πολύστιχων και δίστιχων, τα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται στις μέχρι τώρα εκδοθείσες συλλογές, και δίστιχα τραγούδια, αυτοσχέδια που τραγουδήθηκαν και χορεύτηκαν σε  χορευτικά γεγονότα, τα οποία συνέβησαν εκεί κατά την περίοδο αυτή. Μπορεί μερικά απ’ αυτά να είναι επανάληψη παλαιοτέρων, αλλά σημαντικό είναι ότι συνεχίζουν να δημιουργούν νέα μέχρι και σήμερα. Σ’ αυτό βοηθάει η διατήρηση της μουσικοχορευτικής μανίας των Κινιδαριωτών. Όλα αυτά είναι εξίσου σημαντικά διότι συμβαίνουν ενάντια στις κακές, άνοστες, βλαπτικές  “κονσέρβες” του βιομηχανικού πολιτισμού, που κατακλύζουν ιδιαίτερα τα καλοκαίρια τη Νάξο και που προέρχονται από αυτόκλητους μουσικούς και στιχουργούς.
Σε ότι αφορά τον στίχο, το σπουδαιότερο γενικό χαρακτηριστικό γνώρισμά του είναι αυτό του δεκαπεντασύλλαβου και οκτασύλλαβου, είναι η ομοιοκαταληξία, το ταίριασμα των καταλήξεων, η ρίμα.[2]
Ο Δημ. Οικονομίδης γράφει: “Αλίμονο σε κείνο που θα ξεφύγει να πει κανένα δίστιχο χωρίς ομοιοκαταληξία. Θα γίνει καταγέλαστος, έστω κι αν το περιεχόμενο των στίχων είναι θαυμάσιο. Δεν προσέχουν σήμερα τόσο το περιεχόμενο όσο το ταίριασμα. Αυτό είναι η βάση. Το αντίθετο ακριβώς συνέβαινε τα παλαιότερα χρόνια και γι’ αυτό τα παλαιότερα χρόνια λαϊκά τραγούδια που σώζονται από μνήμης, ακόμα στα στόματα μόνο μερικών γρηάδων και γερόντων είναι ασύγκριτα υπεροχότερα  στο περιεχόμενο από τα σημερινά”.[3]
“Η ρίμα κατέφαγε την ποίηση”  θα γράψει ο Στ. Κυριακίδης.
Οι ρίμες, τα μοιρολόγια, οι πατινάδες και τα κοτσάκια, αυτά δηλ. που είναι ομοιοκατάληκτα δίστιχα  είναι τα Ναξιώτικα τραγούδια.
“Είναι βέβαια άτεχνα και δεν αποπνέουν το ποιητικόν άρωμα των παλαιών Δημοτικών Τραγουδιών. Έχουν όμως κι αυτά την αξία τους, γιατί σ’ αυτά μέσα υπάρχουν οι χαρές και οι πίκρες, οι πόθοι και οι αγωνίες των απλών ανθρώπων….”.[5]
Η ομοιοκαταληξία στο Ναξιακό τραγούδι είναι ενσυνείδητα επιζητούμενο μουσικό στοιχείο του λόγου.  Δεν υπάρχει Ναξιώτικο τραγούδι που να μην ομοιοκαταληκτεί.
“Όταν οι στίχοι είναι αταίριαστοι, δηλ. δεν ομοιοκαταληκτούν, τότε εν Απειράνθω το δίστιχον λέγεται  καdουνάτον” (δηλ. με γωνίες).[6] “Στον Κινίδαρο τα δίστιχα αυτά λέγονται  ζαβά”(ήζαβοτράγουδα = στραβοτράγουδα = ανομοιοκατάληκτα.[7
Τα Κοτσάκια (απόσπασμα από την δ.δ. μου)
Σημειώσεις:
“Όπως δ’ εκ των πολυστίχων δια της ομοιοκαταληξίας απεσπάσθησαν δεκαπεντασύλλαβα και απετέλεσαν αυτοτελή με ισομετρίαν στιχουργήματα, τα δίστιχα, ούτω και εκ των διστίχων απεσπάσθησαν τα οκτασύλλαβα, που φέρουν διάφορα κατά τόπους ονόματα” (Δ. Οικονομίδης 1934). “… εν Απεράνθω Νάξου τα οκτασύλλαβα δίστιχα [1] λέγονται κοτσάκια και το τραγούδισμά των σκοπός κοτσάτος” [2]. “Έτσι επεκράτησε το κοτσάκι που από τσάκισμα χορού έγινε τραγούδι” (Μ. Ψαρράς 1985). “Εν Απειράνθω λέγεται και τσάκισμα”(Δ. Οικονομίδης 1978 – Μ. Κατσούρης 1983) [3]. “… Το ως άνω κόψιμο (του στίχου εις δύο ημιστίχια το πρώτον οκτασύλλαβο και δεύτερον επτασύλλαβο) όμως δεν υπαγορεύθη μόνον, διότι λειτουργεί ο νόμος της ισομετρίας, αλλά και διότι υπάρχει η ευχέρεια της ομοιοκαταληξίας και η ανάγκη δημιουργίας μετρικών συστημάτων, καταλλήλων δια την αντίστοιχον μουσικήν και τον χορόν”(Δ. Οικονομίδης 1987).
Σπουδαίοι λόγοι μας οδηγούν στο συμπέρασμα, πως τα σημερινά κοτσάκια έλκουν την καταγωγή τους από την Πόλη και πως η ονομασία τους είναι Πολίτικη [4].
Τα κοτσάκια τελικά είναι τα τσακίσματα [5] (είδος επωδού) που ακολουθούν τα τραγούδια της Βλάχας.
“Μπροστινέ μου που χορεύγεις / να σε δω να βασιλεύγεις”.
“Στο τέλος του κάθε δίστιχου τραγουδιού της βλάχας λέγεται – τραγουδιέται ένα κοτσάκι και χορεύεται. μπορεί όμως και μόνο με κοτσάκια να συρθεί ο χορός” [6].
“Τα οκτασύλλαβα αυτά δίστιχα (τσακίσματα) υπάρχουν και σ’ άλλα μέρη της Ελλάδας, μ’ αυτά ακολουθούν μονάχα σαν επωδός το τραγούδι, χωρίς νά ‘χουν πάρει την αυτοτέλεια που πήραν στο χωριό (την Απείρανθο) κι αυτό έγινε έτσι – όχι σαν γυρίσματα, μα σαν ξεχωριστά  τραγούδια – τραγουδούσαν τα κοτσάκια στην Πόλη” (Ν. Σφυρόερας 1984).
“Τα κοτσάκια αυτά είναι πολύ διαδεδομένα και πολύ του συρμού. Τραγουδιούνται και  χωρίς χορό στο σπίτι, στην εξοχή, παντού”(Δ. Οικονομίδης 1987).
Μπορεί ο τόπος παραγωγής τους να είναι τ’ Απεράθου, αλλά πολύ σύντομα διαδόθηκαν και κυρίως μέσω των παναϋριανών, αγαπήθηκαν και αναπτύχθηκαν σ’ όλο το νησί. “Κορίτσια από τ’ άλλα χωριά τα μάθαιναν στα πανηγύρια και τα κάνουνε γνωστά σ’ όλης της Νάξου τις γωνιές” [7].Τα δίστιχα ταύτα κοτσάκια είναι σήμερον προσφιλέστατα εις τους κατοίκους των πλείστων χωρίων, χρησιμοποιούμενο ευρύτατα κατά τους χορούς και τας άλλας εορταστικάς εκδηλώσεις” (Στέφ. Ήμελος 1958-59 &’ Γ. Δ. Ζευγώλης 1954).
Φτάνουμε λοιπόν στην εποχή, που το κοτσάκι, από τσάκισμα του δεκαπεντασυλλάβου της Βλάχας και των άλλων αυτοσχέδιων τραγουδιών, καταντάει στο Κινίδαρο, και όχι μόνον εκεί, να λάβει γενικού περιεχομένου λαϊκή ορολογία. Με τον όρο κοτσάκι εννοείται πλέον στην γλώσσα των Ναξιωτών, το αυτοσχέδιο δίστιχο γενικά είτε αυτό είναι δεκαπεντασύλλαβο είτε οκτασύλλαβο. Χρησιμοποιείται δε :
α) στα βαφτίσια, ως τραγούδι του τραπεζιού, συναγωνιστικού χαρακτήρα μεταξύ των νέων και των γερόντων,
β) ως καθημερινή ομιλία, που διηγείται γεγονότα της καθημερινής ζωής των χωριανών,
γ) ως τραγούδι στην “πατινάδα” του γάμου,
δ) ως τραγούδι στα γλέντια του μισεμού των κληρωτών και της ξενιτιάς,
ε) ως τραγούδι στις πολλές  μοναχικές ώρες των βοσκών,
ζ) ως τραγούδι στα γλέντια των κοπελιών και των κοπελουδιών,
η) ως τραγούδι στις πατινάδες της αυγής και σε όλα τα άλλα γλέντια.
Στον Κινίδαρο η ανάπτυξη της δυνατότητας και καλλιέργειας των κοτσακιών, δημιούργησε μια νέα τραγουδιστική κατάσταση, η οποία έχει ως εξής :
  1. Περνάει στην λαϊκή ορολογία της κοινότητας ο όρος κοτσάκι με τον οποίον νοείται κάθε ταιριαστό, κομπολιαστό αυτοσχέδιο δίστιχο,
  2. το δίστιχο αυτό είναι αυτόνομο νοηματικά,
iii.  το Απειραθίτικο κοτσάκι, δηλ. το οκτασύλλαβο δίστιχο γίνεται επωδός στο αυτοσχέδιο τραγούδι τους,
iv. για επωδό, ανάλογα με την περίσταση, χρησιμοποιούν κάποια “σταθερά” οκτασύλλαβα, τα οποία και παραδίδονται για χρόνια μέχρι και σήμερα,
  1. το κοτσάκι αυτό (η επωδός) βοηθάει τους τραγουδιστές για να κερδίζουν χρόνο, ώστε να σκεφτούν να κομπολιάσουν το επόμενο,
vi. σε σχέση με τα παλιά πολύστιχα ομοιοκατάληκτα, τα κοτσάκια είναι εφήμερα, φτιάχνονται δε από έναν ή από μία για έναν – κάποιον, για κάποιο λόγο,
vii.Τα κοτσάκια που τραγουδιούνται ή παραμένουν στο χρόνο, αναφερόμενα σε κάτι γενικό κι έτσι αποτελούν υλικό που παραδίδεται, ή περιέχουν κάποιο όνομα και δεν ξανατραγουδιούνται ή αλλάζοντας και ταιριάζοντας το όνομα επαναλαμβάνονται ή και στοιχεία απ’ αυτά αποτελεί υλικό έμπνευσης για τους άλλους,
viii. Η απλή μελωδία βοηθάει στη στιχοπλοκή.
“ ‘Ερι – έρι – έρι τώρα με το έρι, / λέει τραγουδάκια όποιος δεν ηξέρει”.
Νέα τεχνοτροπία στα Κοτσάκια
Στην περίοδο της Κατοχής, λόγω της ανάγκης έκφρασης για τα πολεμικά γεγονότα, αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό το κοτσάκι. Κατά την περίοδο όμως αυτή, παρουσιάζει την εξής ιδιομορφία: Η τελευταία λέξη του πρώτου στίχου είναι κομμένη στα δυο και κατά τέτοιον τρόπο, που το ένα κομμάτι ν’ αποτελεί το τέλος του πρώτου και το υπόλοιπο την αρχή του δεύτερου στίχου. Η νέα τεχνοτροπία ξεκίνησε στ’ Απεράθου κι από κει διαδόθηκε στα υπόλοιπα χωριά της Νάξου, χωρίς όμως τον “επιδημικό” χαρακτήρα που έλαβε εκεί: Το φαινόμενο αυτό ήταν άγνωστο στο Δ.Τ. παρά μόνον στην έντεχνη δημοτική ποίηση, όπως στον Διονύσιο Σολωμό, ως ποιητική δεξιοτεχνία για να δοθεί εικόνα με δύναμη.
Γλυκόφωνα, κυτώντας ταις ζωγραφι- / σμέναις εικόνες ψάλλουσι οι ψαλτάδες” (Γ. Ζευγώλης 1954).
Το ταίριασμα τέτοιων στίχων στη Νάξο ξεφεύγει από τα όρια της μελετημένης πράξης. Εδώ πρόκειται για αυτοσχέδιο στίχο.
“Την αγάπη μας εξέχα- / σες, που φιλημένη σέ χα
Κοτσάκια και αίτια δημιουργίας
Ο Γ. Δ. Ζευγώλης  δίνει την παρακάτω ερμηνεία στη νέα αυτή δημιουργία:
“Οι λέξεις που έπρεπε κάποτε να μπούνε στο τραγούδι, ήτανε  κάποτε άβολες κι ακανόνιστες στον αριθμό των συλλαβών, ν’ αποτελέσουν μέρος του συνόλου. Βρέθηκε λοιπόν ο στιχουργός στην ανάγκη να κόψει στα δύο κάποιαν απ’ αυτές για να κατορθώσει να τις υποτάξει στον αυστηρόν νόμο του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας. Έτσι, από ανάγκη δημιουργήθηκαν. Στη συνέχεια όμως άρεσε και απετέλεσε την νέα στιχουργική τεχνοτροπία. Γίνεται πλέον προσπάθεια, υπάρχει δεν υπάρχει ανάγκη, και στιχουργούν μ’ αυτή την τεχνική. θεωρώντας το  σαν παιχνίδισμα, πλούτο της ομοιοκαταληξίας, στολίδι του στίχου”.
Οι φιλολογικές λεπτομέρειες δεν θα μας απασχολήσουν εδώ, αλλά θα πρέπει να σημειωθεί πως, διαβάζοντας πεζά ένα τέτοιο κομμένο κοτσάκι, δημιουργεί ίσως αισθητικό πρόβλημα. Όταν όμως τραγουδιέται, ο ήχος κι η ομοιοκαταληξία [8] δημιουργούν θετικότατη εικόνα. Άλλωστε “η μελωδία γεννά την ποίηση και μάλιστα κάθε φορά εκ νέου” (Φρ. Νίτσε).
Η τεχνική που περιεγράφη, (Ν. Σφυρόερας 1949) διαδόθηκε μεν απ’ τ’ Απεράθου και στ’ άλλα χωριά, αλλά δεν επιβλήθηκε σε μεγάλη έκταση, ίσως γιατί δυσκόλεψε τους λιγότερο, στον αυτοσχεδιασμό, επιδέξιους Ναξιώτες.
Η ποιητική τους αξία
α) Κοτσάκια: Για την ποιητική αξία των κοτσακιών και σε σύγκριση με αυτή των πολύστιχων παλιών τραγουδιών, ο Ν. Σφυρόερας (1984)  γράφει: “…Φαίνεται, έτσι, νάχει ο Απεραθίτης μια ψυχή της τέχνης λάτρισσα που στην τέχνη όμως αυτή σκλαβώνεται και πνίγει το ψηλό και το μεγάλο. Έτσι από τη σύγχρονη Απεραθίτικη στιχοπλημμύρα των «κοτσακιών»,… λείπει ολότελα η καθάρια ποιητική εμπνοή, η λαμπρή μυθοποιία και η μορφοπλαστική δύναμη της λαϊκής ποιητικής φαντασίας, που βρίσκουμε στα παλιά δημοτικά τραγούδια του χωριού και της άλλης Ελλάδας. Τα «κοτσάκια», τα στερνά τούτα και αδύναμα βλαστάρια του γέρικου ποιητικού δένδρου του χωριού, σπάνια δεν είναι παρά μόνο στίχοι πάνω σε στίχους και ρίμες πάνω σε ρίμες, που λένε και ξαναλένε με καταθλιπτική μονοτονία και χαμηλότατες πεζολογικές εκφράσεις τα πιο κοινότυπα πράγματα…”.
β) Κοτσάκια με νέα τεχνοτροπία: Για την ποιητική αξία, της νέας αυτής νοοτροπίας στην στιχουργική του κοτσακιού, ο Ν. Σφυρόερας (1946) γράφει: “Το παιχνίδι  αυτό, που δεν ξέρουμε ακόμα ως που θα φτάσει και ποια θά ’ναι η εξέλιξή του και η επίδρασή του  στο τραγούδι, φυσικό είναι να γίνεται σε βλάβη της ποιητικής αξίας του τραγουδιού, γιατί δεν είναι άλλο παρά ένα εξωραϊστικό  στολίδι του και δε γίνεται γι’ άλλο σκοπό, παρά μόνο για επίδειξη στιχουργικής τέχνης, θαυμαστής, που γίνεται από απλούς και σχεδόν αγράμματους ανθρώπους στενόχωρης όμως για ψηλά ποιητικά φτερουγίσματα”.
Υπόθεση Ιζημάτων. Γενίκευση
Όπως φαίνεται από τα παρατεθέντα στοιχεία, τα οποία αφορούν στο τραγούδι, πολλά είναι τα χαρακτηριστικά, τα οποία μας οδηγούν στις αρχές του Νεοελληνικού τραγουδιού. Διατυπώνεται λοιπόν εδώ η υπόθεση ότι εκτός από τα παραπάνω στοιχεία, η στιχοπλοκή, η “αυτόθεν” δηλαδή δημιουργούμενη στο χορευτικό τραγούδι, η οποία δεν είναι άγνωστη στην ιστορική πορεία και εξέλιξη του Νεοελληνικού Δημοτικού Τραγουδιού είναι γνωστή ως ίζημα και στη Νάξο και μάλιστα ως “κοτσάκι“.
Ο Ν. Σφυρόερας (1984) για το κοτσάκι και την καταγωγή του γράφει:
Τη λέξη «κ ο τ σ ά κ ι α» την πρωτοσυναντούμε στα βιβλία της Φαναριώτικης ποίησης του τέλους του 18ου αιώνα, και τέτοια είναι το «Σχολείον των ντελικάτων εραστών» (1790), τα «Έρωτος αποτε­λέσματα» (1792), το «Συναξάριον των ευγενικών γυναικών και τιμιωτάτων αρχοντισσών», καθώς και σ’ άλλα παρόμοιά τους μα λιγότερο γνωστά(Ηλ. Π. Βουτιερίδης 1932 &’ 1933).
Τα βιβλία αυτά, εξόν από τις διηγήσεις στο πεζό και τους δεκα­πεντασύλλαβους στίχους των, είχαν μέσα και τέτοια δίστιχα τραγου­δάκια όπως τ’ απεραθίτικα, κι ονομασμένα έτσι: «κοτσάκια».
Τα τραγουδάκια αυτά, όπως και τ’ άλλα περιεχόμενα των βιβλίων αυτών, ήταν αγαπημένο ανάγνωσμα της εποχής [9], τα μάθαιναν απ’ έξω οι “Έλληνες της Πόλης εκείνου του καιρού και τα τραγουδούσαν στα γλέντια τους και στις χαρές τους (Βυζ. Σκαρλάτος 1869).
Για παράδειγμα της ομοιότητας τους με τ’ απεραθίτικα, αντι­γράφω εδώ μερικά από τα «Έρωτος αποτελέσματα»:
“Αν στον κόσμον ήλθες μόνον / για τον εδικόν μου φόνον,
φόνευσέ με να γλυτώσω, / τέλος των δεινών να δώσω.
Τέτοια ζωή αθλία / τί την θέλω εν αληθεία;
Μήτε ζω, μήτ’ αποθαίνω / τέλος πάντων τί θα γένω; κ.τ.λ.
Κι από το «Συναξάριον των ευγενικών γυναικών και τιμιωτάτων αρχοντισσών», πού περιέχει 835 τέτοια οχτασύλλαβα «κ ο τ σ ά κ ι α»:
Οι γυναίκες, λέει, δεν κάνουν άλλο τίποτα παρά,
Τα μαλλία τους να ξαθαίνου / και όλα τα κακά μαθαίνου.
Έχουν ακόμη και άλλον ένα, / ότι τα φρύδια τα καμένα,
θέλουν πάντα να τα εβγάνουν / και έμορφα δια να τα φτειάνουν.
Το μοιάσιμο των παραπάνω «κοτσακιών» με τ’ απεραθίτικα, στο στίχο και στο θέμα, η ονομασία τους, που την πρωτοσυναντούμε στα βιβλία αυτά της Πόλης κι ο ξενιτεμός των Απεραθιτών και των Απεραθιτισσών στην Πόλη τα παλιά χρόνια, όλα αυτά, μαζί με τα χωριάτικα ιστορικά π’ ανάφερα παραπάνω, μας κάνουν να πιστέ­ψουμε πως τα σημερινά απεραθίτικα «κοτσάκια» έχουνε την κατα­γωγή τους από την Πόλη κ’ ή ονομασία τους είναι πολίτικη. Τα τραγουδάκια αυτά τ’ άκουγαν οι Απεραθίτες κι οι Απεραθίτισσες να τα τραγουδούν εκεί, στ’ αρχοντόσπιτα που δούλευαν, και γυρίζον­τας στο χωριό τά ‘φερναν κι αυτά μαζί τους, όπως φέρνουν σήμερα από την Αθήνα τα μάγκικα και τα μοντέρνα ταγκό [10].
Από τότε και σιγά—σιγά με τον καιρό, τα «κοτσάκια» απλώθη­καν στο χωριό και γίνανε το πιο χαραχτηριστικό κι αγαπημένο του τραγούδι…” [11].
Παρακάτω παρουσιάζονται τρία αποσπάσματα [12] που αναφέρονται στους υστεροβυζαντινούς χρόνους με στοιχεία όμοια μ’ αυτά που καταγράφηκαν στα πλαίσια αυτής της έρευνας (Φ. Κουκουλές 1952):
1. [ "Ούτως όταν οι της πρωτευούσης έμαθαν, ότι ο Μιχαήλ ο Ε' ο Καλαφάτης, όστις είχεν εγκλείσει εις μοναστηρίον την Ευεργέτιδά του Ζωήν, διωχθείς κατέφυγεν εις την μονήν του Δίου: "χορούς τε συνίστασον και επετραγώδουν τοις γεγόνασιν, αυτόθεν τα μέλη ποιούμενοι"] (Μιχ. Ψελλού, Χρονογρ. 87,20) (Σάθα).
2. [Ήσαν δε τα χορευτικά ταύτα άσματα ή "πόρρωθεν πεποιημένα" παλαιότερα δήλα δή και επαναλαμβανόμενα, ή και "αυτόθεν μουσουργούμενα", κατά περιστάσεις δήλα δή ποιούμενα, τουθ' όπερ δεικνύει ότι και τότε, όπως και σήμερον, συνήθη ήσαν τα αυτοσχέδια κατά τον χορόν ψαλλόμενα άσματα]. [Μιχ. Ψελλού. Περί της εν Βυζαντίω γυναικείας πανηγύρεως της Αγάθης (ΜΑ, 5,528) και του αυτού Χρονογρ. 87,20] (Σάθα).
3. […. Ούτως εν τω ωροσκοπίω του 1336 αναγιγνώσκαμεν, ότι το έτος αυτό θα φέρει: "τους παιγνιώτας χαράν και κέρδος και εκβάλωσιν νέας στιχοπλοκίας, ίνα φέρωσι και άνθρωποι την ακοήν αυτών προς αυτούς"] [ Σπ. Λάμπρου: Τραπεζουντιακόν ωροσκόπιον του 1336" (ΝΕ, 13,40)].
4. Κοινό Επίσης στοιχείο, ιζηματικό είναι το ερωτικό περιεχόμενο των στίχων αποδιδόμενο σε δεκαπεντασύλλαβους ανομοιοκατάληκτους:
“Των χορευτικών τούτων ασμάτων, τα οποία ουχί σπανίως ήσαν ερωτικά – εντεύθεν και ο πόλεμος των Πατέρων της εκκλησίας κατά του χορού… Παρά Νικηφόρου Γρηγορά… εν τη Αχιλληίδι, όπερ φέρεται ψάλλουσα η κόρη χορεύουσα και το οποίον έχει ως εξής:
Αν σχίσουν την καρδίτσα μου, έσωθεν να σε εύρουν,
Να σε σύρουν ριζοφύτευτον, στρατιώτ μ’ ανδρειωμένε,
Κι αι ρίζαι σου εκράτησαν πάσαν μου αρμονίαν
Και η ψυχή και το κορμίν είναι του ορισμού σου”.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Fauriel Ch., Ελληνικό Δημοτικό Τραγούδι, Νίκας, Αθήνα 1824.
Βουτιερίδης Π. Ήλ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας” τ. Β’.
Βουτιερίδης Π. Ήλ.,”Τα πρώτα νεοελληνικά διηγήματα: Έρωτος αποτελέσματα”, Μπουκέτο 10 (1933), τ. 470.
Βουτιερίδης Π. Ήλ., “Άγνωστη συλλογή δημοτικών μας τραγουδιών” Νέα Εστία τόμ. 12ος (1932), τ. 133.
Ζευγώλης Δ. Γεώργιος, “Μια νέα τεχνοτροπία στα λαϊκά τραγούδια της Νάξου”, Ν. Εστία 55ος, 640 (1954).
Ζευγώλης Δ. Γεώργιος, Απεραθίτικα 1 (1988-89) 549.
Ζευγώλης Δ. Γεώργιος, Το σύγχρονο λαϊκό τραγούδι στην Απείρανθο της Νάξου, Αθήνα 1937.
Ήμελλος Στέφ., “Λαογραφική αποστολή εις Νάξον (έτη 1958-59)”, Ε.Ε.Λ.Α., τόμ. 11-12,  1958-59.
Θέμελης Δ., “Μουσικοποιητική δομή στο Ελληνικό δημοτικό τραγούδι”, Λαογραφία 28 (1952).
Καράς Σίμωνας, Κείμενα – σχόλια στον Lp δίσκο με στοιχεία SDMM122.
Κατσούρης Μανώλης, Λαογραφικά Κινιδάρου Νάξου, Σύλλογος Κυνηδαριωτών Νάξου ο «Άγιος Γεώργιος», Αθήνα 1983.
Κατσουρός Φλ. Αντώνης , Ένα χωριό στιχουργεί, Αθήνα 1974.
Κουκουλές Φαίδων,  “Βίος και Γλώσσα”, Ελληνική Δημιουργία 55, ετ. Γ΄, 5ος, 1950.
Κουκουλές ΦαίδωνΒυζαντινών βίος και πολιτισμός, τομ. Ε΄, Αθήνα, Παπαζήσης, 1952.
Νίτσε Φρ., Η γένεση της Τραγωδίας, μτφρ. Κεφαλά, Gudeberg: Αθήνα.
Οικονομίδης Δ., “Τα  Δημοτικά Τραγούδια της Νάξου”, Κυκλαδικά Θέματα 9 (1987).
Οικονομίδης Δ., “Η Λαϊκή ορολογία του Δημοτικού Τραγουδιού”, Ελληνικό Κέντρο Λαογραφίας Ακαδημίας Αθηνών, τ. 20,
Οικονομίδης Δ., “Το σύγχρονο λαϊκό τραγούδι της Απεράθου”, Εργασία 324-327 & 329, (1934)  έτος Ζ’.
Οικονομίδης Δημ., “Τα Ναξιακά Δημοτικά Τραγούδια”, Ναξιακόν Μέλλον, (1978), φ. εκδ., φ. 2.
Σκαρλάτος Βυζάντιος, Η Κωνσταντινούπολις ή περιγραφή τοπογραφική και ιστο­ρική κ.τ.λ., εν Αθήναις 1869, τ. Γ’.
Σφυρόερας Νίκος, Απεραθίτικα πολεμικά τραγούδια 1940-45, Αθήνα 1946.
Σφυρόερας Νίκος, Δημοτικά τραγούδια από τ’ Απεράθου της Νάξου, Απεραθίτικος Σύλλογος Αθήνα, 1984.
Ψαρράς Μανώλης, “Παληοί Ναξιακοί χοροί και τραγούδια, Ναξιακά 2 (1985).
…………………………………………………………………………………………………………..
Η ΛΕΞΗ «ΚΟΤΣΑΚΙ»
(του Ομ. Καθηγητή του Παν/μίου Αθηνών – Γλωσσολόγου: Ιωάννη Προμπονά)
Δημοσιευθηκε στο περιοδικό “ΝΑΞΙΑΚΑ” [τ. 32 (70) - Β' περίοδος. Μάρτιος - Μάιος 2009. σελ. 20-25]
Πριν από καιρό βρέθηκα στο σπίτι του συδέκνου μου Στεφάνου Εμμ. Ψαρρά. Το πλούσιο φαγοπότι ακολούθησε ορεξάτη συζήτηση για ποικίλα θέματα, επίκαιρα και ανεπίκαιρα. Μεταξύ άλλων ο λόγος και για κοτσάκια. Η παρευρισκόμενη εκλεκτή συνάδελφος κ. Ρέα Αργυριάδη-Μυλωνά με ρώτησε από πού προέρχεται η λέξη. Της απάντησα ότι με έχει απασχολήσει η προέλευση της αλλά δεν έχω μπορέσει να την ερμηνεύσω. Της υποσχέθηκα πάντως να γράψω ένα σημείωμα. Αυτά εν είδει προλόγου.
Ο όρος κοτσάκι αναφέρεται σε ιδιαίτερο είδος ποιήματος, του οποίου απαραί­τητο μορφολογικό χαρακτηριστικό είναι ότι αποτελείται από δύο οκτασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους, που περικλείουν ένα πλήρες νόημα. Ιδού μερικά παραδείγματα:
1. Με κοτσάκια φανερώνω / της καρδούλας μου τον πόνο.
2. Κοτσάκι απεραθίτικο / πάντα να ζεις μελωδικό.
3.  Ω καρδιά μου που σε ‘θάρρου / σα ντο Πύργο του Χειμάρρου.
4.  Το όνομα τ’ αφέντη σου / ‘νέστησε το κοπέλι σου.
Να σ’αγαπώ ειντά ‘θελα / φουρτούνες νά ‘χω και μπελά.
Όσο γνωρίζω, ο πρώτος που κάνει λόγο για «κοτσάκια» στη ναξιακή λαϊκή ποίηση είναι οΔημήτριος Β. Οικονομίδης. Στη μελέτη του «7ο σύγ­χρονο λαϊκό τραγούδι της Απειρανθου Νάξου» που εκφωνήθηκε στις 23 Μαρτίου του 1934, πρωτοδημοσιεύθηκε το 1936 στο περ. Εργασία (τ. 324-327, 329) και αναδημοσιεύθηκε στο περ. Ναξιακά (τ. 30-31, 1991-1992, σσ. 46-55) ο σοφός λαογράφος γράφει, μεταξύ άλλων, τα εξής: «ο «κοτσάτος» μοιάζει πολύ με τη «βλάχα». Είναι κι αυτός κυκλικός χορός…. «Κοτσάτος» είναι ο τσακιστός χορός, «κοτσάκια» δε τα «τσακίσματα» (είδος «ρεφραίν» που ακολουθούν τα τραγούδια της «βλάχας». Τα τραγούδια της «βλάχας» είναι δίστιχα ομοιοκατάληκτα. Οι στίχοι των είναι δεκαπεντασύλλαβοι χωρίς καμμιάν εζαίρεσι π. χ.
Ήθελα να ‘χα δυο καρδιές: η μια νά ‘ναι στα πάθη / μόνον την έχω όλη μια κι εψήθη κι εμαράθη. » (σ. 46)
Λίγο παρακάτω στη σελ. 48 γράφει: «τα «κοτσάκια» είναι οκτασύλλαβα δί­στιχα ομοιοκατάληκτα και αποτελούν το τσάκισμα, σα να πούμε, των τραγουδιών της «βλάχας», όπως ο «κοτσάτος» (χορός) αποτελείί το τσάκισμα του χορού της «βλάχας». Στο τέλος κάθε δίστιχου τραγουδιού της «βλάχας» λέγεται (τραγουδιέται) ένα «κοτσάκι» και χορεύεται- μπορεί όμως και μόνο με «κοτσάκια» να συρθεί ο χορός». Ο Οικονομίδης παραθέτει άφθονα παραδείγματα.
Μετά τον Δ. Β. Οικονομίδη ο Γ. Δ.Ζευγώλης στη μελέτη του «7ο σύγχρονο λαϊκό τραγούδι στην Απείρανθο της Νάξου» (Αθήνα 1937) σημειώνει ότι «…τα τελευταία χρόνια πιο συνηθισμένα από τα δεκαπεντασύλλαβα είναι τα οχτασύλλαβα δίστιχα, τα περίφημα «κοτσάκια». Αυτά είναι πιο πεταχτά, πιο ζωηρά, πιο ποικιλόρρυθμα κι έχουνε μια λεπτότητα ξεχωριστή». Παραθέτει 278 (στις σσ. 67-83). Με τα κοτσάκια ασχολείται συστηματικότερα στην περισπούδαστη μελέτη του «Μια νέα τεχνοτροπία στα λαϊκά τραγούδια στ’ Απεράθου της Νάξου» που πρωτοδημοσιεύθηκε το 1954 στο περ. «Νέα Εστία» (τευχ. 640, σσ. 325-331) και αναδημοσιεύθηκε το 2006 (στον τόμο Γ. Δ. Ζευγώλη, «Φιλολογικά – Λαογραφικά Μελετήματα», σσ. 178-185).
Ο Ζευγώλης μελετά διεξοδικά τη νέα τεχνοτροπία που περιγράφεται από τον ίδιο ως εξής: «Η τελευταία λέξη του πρώτου στίχου τους είναι κομμένη στα δυο κι έτσι, που το ένα κομμάτι ν’ αποτελεί το τέλος του πρώτου, κι η υπόλοιπη την αρχή του δεύτερου στίχου.». Προσθέτει ότι «τα τραγούδια αυτά δημιουργήθηκαν τα τε­λευταία χρόνια και συγκεκριμένα τον καιρό της κατοχής. Από τότε άρχισε ο κόσμος εκεί κάτω να χρησιμοποιεί στα «κοτσάκια», δειλά στην αρχή κι ύστερα πολύ-πολύ συχνά, την κομμένη λέξη». Παραθέτω ένα παράδειγμα:
Αγαπώ τηνε τη Σαρο / διαλεχτή και θα την πάρω.
Για την καινοτομία αυτή κάνει λόγο στην πρόσφατη μελέτη του με τίτλο «7ο δημοτικό τραγούδι της Νάξου» («Νάξος. Αρμενίζοντας στο χρόνο». Αθήνα 2006, σσ. 303-318) ο Δ. Β. Οικονομίδης (σ. 310).
Για το πώς ξεκίνησε η νέα αυτή τεχνοτροπία με τα κομμένα κοτσάκια στ’ Απεράθου, διαφωτιστικά είναι τα όσα γράφει στο πολύτιμο για πολλούς λόγους βιβλίο του ο αείμνηστος «Σ ω ζ ο γ ι ά ν ν η ς» [ βλ. Γιάννης Σωζ. Πρωτονοτάριος (Σωζο(γ)ιάννης), «Ένα οδοιπορικό στη μνήμη και στο χρόνο». Επιμέλεια κειμένων, Σχόλια, Λεξιλόγιο: Νίκος Δ. Δέτσης, Αθήνα 2005, σσ. 39-48 ]. Ο Σωζογιάννης φαίνεται ότι ήταν από τους πρώτους ευρετές της νέας αυτής τεχνοτροπίας και τα πρώτα κομμένα κοτσάκια που συνέθεσε γύρω στα 1934 ήταν τα ακόλουθα:
1. Λί(γ)α συκωτάκια κι αμε- / λέτητά ‘φερα να φάμε.
2. Ήρθα σπίτι σας μα οι (γ)ο- / νείς σου μού ‘πάνε να φύ(γ)ω.
3. Κι είπασί μου είντα θες ε- / πά   και μας –ε- κουβαλιέσαι.
4. Είπα τους πως ήρθα για κα- / ­λό σκοπό κι όχι (γ)ια πλάκα.
5. Μα κι οι δυο μαζί στο διά- / όλο με πέψανε να πάω.     (σ.48)
Κατά τον Οικονομίδη (ό.π. σ. 310) «…επιτυχημένα παραδείγματα κοτσακιών βρίσκει κανείς πολλά στο βιβλίο του Νίκου Βλ.. Σφυρόερα, Απεραθίτικα πολεμικά τραγούδια (1940-1944). Αθήνα 1945, 55 σελίδες».
Τέλος ο εκλεκτός συνάδελφος Νίκος Δ. Δέτσης έχει δημοσιεύσει πολλαπλώς ενδιαφέρουσα μελέτη για τα κοτσάκια με τον τίτλο «Τα «κομμένα» απεραθίτικα κοτσάκια. Ένα στιχουργικό φαινόμενο -χωρίς παρόμοιο του - σε όλη τη Δημοτική μας Ποίηση», περ. «Ναξιακά» τ. 18(56), Σεπτ. – Νοεμβρ. 2005, σσ. 34-46. Η μελέτη του βασίζεται εν πολλοίς στους δύο προηγούμενους ερευνητές. Ο τίτλος της μελέτης είναι σαφέστατος. Σε κάποια όμως σημεία της εργασίας υπάρχει κάποια ασάφεια. Στη σελ. 34, όπου γίνεται λόγος γενικά για τα κοτσάκια και όχι ειδικά για τα «κομμένα» απεραθίτικα κοτσάκια, γράφονται τα εξής: «… τα κοτσάκια τα συναντούμε μόνο στ’ Απεράθου και έχουν καθαρό τοπικό χρώμα ως, αποκλειστικά, δημιούργημα των Απεραθιτών...» (σ. 34). Επίσης στη σελ. 35 γράφονται: «Αυτά (δηλ. τα δίστιχα οχτασύλλαβα) δημιουργήθηκαν πολύ αργότερα και συγκεκριμένα στην εποχή της Κατοχής» Πβ. και σ. 37: «7α κοτσάκια, όπως σημειώσαμε παραπάνω, δημιουργήθηκαν στη διάρκεια της Κατοχής».
Τα παραπάνω ισχύουν, ενδεχομένως, μόνο για τα «κομμένα» κοτσάκια και όχι γενικότερα για τα οκτασύλλαβα ομοιοκατάληκτα δίστιχα. Τα τελευταία μας είναι γνωστά από πολύ παλαιότερα και εκτός Νάξου. Δεκάδες συναντά κανείς στη συλλογή «Τραγούδια Ρωμαίικα» του Passow που εκδόθηκε το έτος 1860. Ιδού χαρακτηριστικά παραδείγματα:
1.  Άιντε να πάμε ‘κει που λες / που κάνουν τα πουλιά φωλιές, (σ. 485)
2. Αλήμονον δεν νταγιαντώ / για το δικό σου τον καϋμό. (σ. 486)
3. Αλήμονο κι αλήμονο / χρυσό μου δεντρολίβανο, (σ. 486)
4.Δός το το φιλί να γιάνω / να μην πέσω κι απεθάνω. (σ.505)
5.Έρωτα πανάθεμά σε / τυραννάς και δε λυπάσαι, (σ.513)
Τα κοτσάκια και τα «κομμένα» και τα κανονικά είναι και σήμερα διαδεδομένα στ’ Απεράθου της Νάξου. Γνωστά, όμως, είναι και αλλού, όπως, για παράδειγμα, στο Φιλώτι. Σημειώνω ότι ο φίλος μου ο Κοντοστέφανος (ο πρεσβύτερος), λεβεντάνθρωπος και πρωτοχορευτής, κάθε φορά που θα με συναντήσει, όταν τους χειμωνιάτικους μήνες κατεβαίνω στο χωριό, θα με χαιρετίσει με ένα κοτσάκι, πάντοτε επίκαιρο και πετυχημένο. Λυπάμαι που τα όμορφα αυτά κοτσάκια δεν τά ‘χω καταγράψει.
Προσθέτω ότι, όσο μπόρεσα να διαπιστώσω, στο Φιλώτι με τον όρο «κοτσάκια» δηλώνονται αδιακρίτως οι δύο ομοιοκατάληκτος οκτασύλλαβος ή δεκαπεντασύλ­λαβος στίχος, π. χ. κοτσάκι ονομάζουν το δίστιχο
Ω καρδιά μου που σε ‘θάρρου / σα ντο Πύργο του Χειμάρρου.
αλλά και το δίστιχο
Σα δεν ηξέρεις ν ‘αγαπάς, καρδιές μην αγκυλώνεις / κι όταν αρχίσεις μια δουλειά να την -ε-τελειώνεις.
Αντίθετα, οι Απεραθίτες χρησιμοποιούν τον όρο για να δηλώσουν μονάχα το δίστιχο ομοιοκατάληκτο οκτασύλλαβο. Θα θεωρούσα αυτό ως ένδειξη ότι ο όρος κοτσάκια ξεκίνησε από τ’ Απεράθου και από κει διαδόθηκε στην υπόλοιπη Νάξο. Τα πράγματα όμως περιπλέκονται από τη στιγμή που ο «Σωζογιάννης», άριστος γνώστης της απεραθίτικης λαϊκής ποιητικής δημιουργίας, χρησιμοποιεί τον όρο κοτσάκια για να δηλώσει αδιακρίτως δίστιχα οκτασύλλαβα αλλά και δε­καπεντασύλλαβα ομοιοκατάληκτα (βλ. σ. 46). Και οι Αρχοντάκης – Γιαννούλης στο πολύτιμο βιβλίο τους «Ποίηση χαραγμένη στην πέτρα» (Αθήνα 2001) μια, τουλάχιστο, φορά χρησιμοποιούν τον όρο με ανειμένη σημασία (βλ. σ. 161 σημ. 45 και σ. 98).
Σημειώνω ότι στο Λεξικό Δημητράκου η λ. κοτσάκι ορίζεται ως «δίστιχον ασμάτων, λιανοτράγουδο», το ίδιο και στην Εγκυκλοπαίδεια «Πυρσός». Δεν δι­ευκρινίζεται, όμως, από πόσες συλλαβές απαρτίζεται το «δίστιχον ασμάτιον».
Από πού προέρχεται η λέξη κοτσάκι: Όπως ήδη είπαμε, το βασικό χαρακτη­ριστικό που έχουν τα κοτσάκια είναι η συντομία τους. Με βάση αυτό ο νους μου πηγαίνει σε παράγωγο του ρ. κόπτω | κόβω. Το κοτσάκι θα μπορούσε να σημαίνει «σύντομο τραγούδι», «κομμάτι (τραγουδιού)», «απόκομμα (τραγουδιού)». Για τη σημασία πβ. το συνώνυμο λιανοτράγουδο (<ολιγανό τραγούδι, «μικρό τραγούδι) και στην αρχαιότητα τον όρο τέμαχος (< τέμνω «κόβω») με το οποίον δηλωνόταν οι τραγωδίες σε σχέση με την «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια»: τεμάχη των Ομήρου δείπνων (Αθηναίος 347 Ε). Το θέμα, δηλαδή, της λ. κοτσάκι είναι η ρίζα κοψ- (πβ. αόρ. έ-κοψ-α) του ρ. κόπτω | κόβω. Το -άκι είναι συνηθισμένη παραγωγική κατάληξη που δηλώνει υποκορισμό. Η φωνητική εξέλιξη *κοψάκι > κοτσάκι δεν παρουσιάζει δυσκολία [ για την τροπή του ψ σε τσ βλ. Ανδριώτης, ΕΛΝΕ s. ν. τσ πβ. κοψάνιον > κοτσάνι. κόψαυλος > κούτσαυλοο κοψός > κουτσός, κοψοχέρης > κουτσοχέρης, κοψοπόδαρος > κουτσοπόδαρος. ψευδός > τσευδός κλπ.
Το *κοψάκι προϋποθέτει το ουσ. κοψά.
Από το κοτσάκι παράγεται το επίθετο κοτσάτος (είδος χορού που συνοδεύεται με κοτσάκια) που απαντά στ' Απεράθου. [ Ο τύπος κοτσάτος από το *κοτσακάτος με απλολογία πβ. ψαρόβαρκα > *ψαροβαρκοπούλα > ψαροπούλα ].
Η συσχέτιση με το τουρκικό koguk «τραγούδι δίστιχο» [ βλ. P. Georgiadis, Die lautlichen Veranderungen der tiirkischen Lehnworter in Griechischen, Munchen 1974, σ. 82 ] είναι για λόγους φωνητικούς λιγότερο πιθανή. Επίσης για λόγους ση­μασιολογικούς δεν είναι πιθανή η συσχέτιση με τις τουρκικές λέξεις kocak (κοτσάκ) «ατρόμητος, γενναίος», kucak (κουτζάκ) «στήθος, κόρφος, χερόβολο, δέσμη, δεμά­τι» και kocek (κιουτσέκι) «θηλυπρεπής χορευτής ντυμένος στα κατακόκκινα» (βλ. Αρχοντάκης – Γιαννούλης, ό. π., σ. 159 σημ. 42). Σημειώνω, πάντως, ότι ο μεγάλος λαογράφος Στίλπων Κυριακίδης θεωρούσε τη λ. κοτσάκια τουρκικής προέλευσης, χωρίς όμως την παραμικρή τεκμηρίωση [λ. Ελληνική Λαογραφία τ. Α', 1923, σ.50 = Το Δημοτικό Τραγούδι, Αθήνα 1978, σ. 42 και 332 σημ. 21 ].
Οι Αρχοντάκης – Γιαννούλης (ό. π. σ. 59) βασιζόμενοι στο Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών σημειώνουν ότι «η λέξη κοτσάκι συναντιέται σε κείμενα από τα τέλη του 18ου αιώνα και στις περιοχές Βιθυνία, Σινώπη, Θράκη (Ανδριανούπολη, Μάδυτος), Σηλυβρία με τη σημασία της επωδής ή του τσακίσματος ή με τη σημασία του στίχου του δίστιχου τραγουδιού…». Τα στοιχεία αυτά αλλά και όσα γράφει ο Δ. Β. Οικονομίδης για τον κοτσάτο γορό ενισχύουν, νομίζω, την προέλευση της λέξης κοτσάκι από το ρ. κόβω (θέμα του αορίστου έ-κοψ-α) πβ. και όσα γράφει σε πρόσφατη μελέτη του (ό. π. σ. 309) «Όπως από τα πολύστιχα αποσπάστηκαν δεκαπε­ντασύλλαβοι στίχοι και με απαραίτητη ομοιοκαταληξία αποτέλεσαν λίγο λίγο αυτοτελή ισόμετρα δίστιχα, έτσι και από τα δίστιχα αυτά με το κόψιμο του δεκαπεντασύλλαβου τους έγιναν τα οκτασύλλαβα δίστιχα που έχουν διάφορα κατά τόπους ονόματα. Στη Νάξο τα λέμε «κοτσάκια» ».
Τέλος, και τα συνώνυμα ενισχύουν, νομίζω, την παραγωγή της λέξης κοτσάκι από το ρ. κόβω | έκοψα. Αυτά τα βρίσκει κανείς σε μια άλλη πολύτιμη μελέτη του Δ. Β. Οικονομίδη, που φέρει τον τίτλο «Η λαϊκή ορολογία του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού» [ ΕΚΕΕΛ 20-21, 1967-1968 (1969), 126-150 ]. Τα κοτσάκια. λοιπόν, αλλού λέγονται κουντουρμάδες (Μεσημβρία Α. Θράκης σ. 138), κουτσουμπάκια. παραμικρά τραγούδια, κοντόσωμα. κοντοτράγουδα. κοντοσύλλαβα (σ. 139) κλπ.
Το κουντουρμάδες προέκυψε από το κοντοριμάδες και το κουτσουμπάκια από το κουτσουμπός «εκείνος που είναι κομμένη η κορυφή του αρχ. κόσυμβος» (βλ. Ανδριώτης, ΕΛΚΝ s. v.). Κατά τη γνώμη μου, η καταγωγή της λέξης θα μπορούσε να αναχθεί στη βυζαντινή εποχή. Η φωνητική εξέλιξη του ψ σε τα παρατηρείται ήδη στα βυζαντινά δημώδη κείμενα, όπου μαρτυρούνται τύποι όπως κουτσός (από το θέμα κοψο- του κόπτω) κλπ. Πάντως μια συστηματική μελέτη σε πανελλήνια κλίμακα για τα κοτσάκια και τη μορφολογία τους κρίνεται αναγκαία.
Προσθήκη 1.
Είχε ήδη πάρει την οριστική του μορφή το μικρό αυτό άρθρο, όταν ο φίλος Στέφανος Ψαρράς έθεσε υπόψη μου το πολύτιμο και δυσεύρετο βιβλιαράκι του Νίκου Βλ. Σφυρόερα «Απεραθίτικα πολεμικά τραγούδια». Στο βιβλιαράκι αυτό ο Σφυρόερας, μεταξύ άλλων, ομιλεί διεξοδικά για τα κοτσάκια τα κανονικά και τα κομμένα (σσ. 8-14) και παραθέτει αρκετά και από τις δύο κατηγορίες. Θεωρεί ότι τα «κοτσάκια» και ως λέξη και ως είδος έχουν προέλευση από την Πόλη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ακόλουθη πληροφορία που παραθέτει στη σελ. 9 σημ. 2 και η οποία έχει ως εξής «Όπως με πληροφόρησε ο φίλος μου λογοτέχνης κ. Γιάννης Α. Θωμόπουλος, στην Αλεζανδρούπολη λένε κότσια τα μικρά δίστιχα πειραχτικά-σκωπτικά τραγούδια». Η μαρτυρία αυτή αποκλείει οποιαδήποτε συσχέτιση της λ. κοτσάκι με την τούρκικη γλώσσα.
Προσθήκη 2.
Ο καλός φίλος, ρηξικέλευθος ερευνητής της γλώσσας μας, κ. Χρήστος Δάλκος, ανταποκρινόμενος σε σχετικό αίτημα μου, μου απέστειλε στις 22-2-2009, εκτός από τρία ενδιαφέροντα δημοσιεύματα του, πέντε χειρόγραφες πυκνογραμμένες σελίδες με υλικό από το Αρχείο ΙΛΑ α) για το λυγερός | λιγυρός και β) για το κοτσάκι. Τον ευχαριστώ θερμά για τον κόπο στον οποίο υποβλήθηκε και ελπίζω το υλικό αυτό να το εκμεταλλευθεί ο ίδιος για τη σύνταξη σχετικών άρθρων.
Από το πολύτιμο αυτό υλικό για το κοτσάκι αντλώ τα εξής στοιχεία:
Στη Φιλιππούπολη της Βουλγαρίας κουτσάκ = άσμα άσεμνον.
Στη Μάδυτο κοτσάκια = εγκωμιαστικά τραγούδια.
Στην Τήνο κουσάκια = αστεία, διαβολές.
Στον Πόντο κοτσάκ’ = δίστιχο.
Στη Σηλυβρία κοτσάκια = τα δίστιχα.
Στη Θεσσαλία κοτζάκι = λιανοτράγουδο.
Στην Καππαδοκία κοτσάκιν = δίστιχο άσμα.
Στη Σχινούσα κοτσάκι = επωδή.
Στην Κρήτη κοτσάκια = λόγια πειραχτικά, διφορούμενα.
Στη Σίφνο κοτσάκι = μαντινάδα, δίστιχο.
Ακόμη στον Πόντο κοτσάκια = κομβία.
Στο Μυριόφυτο κοτσάκια = τεμάχια άρτου διανεμόμενα μετά τον ενταφιασμό.
Στη Σάμο κουτσάκ’ = ο κάλος των ποδιών και των χεριών.
Στην Κρήτη κουτσάκι = ξυλαράκι και ξύλινος πάσαλος.
Στη Μακεδονία κουτσάκια τ’ς νύφ’ς (= τα βυζιά) και κ’τσάκι = παιχνίδι, ο κουτσός κλπ.
από τον Σπύρο Σπιλιάκο...άρθρο αναρτημένο στο site  Χορομπαλλ(ό)ματα

1 σχόλιο:

stavros είπε...

Χαίρομαι και σας ευχαριστώ για την αναδημοσίευση.
Το όνομά μου όμως είναι: Σταύρος Σπηλιάκος
http://xoroballomata.wordpress.com/